σαββατιαίος

σαββατιαίος
-α, -ο, Ν
σαββατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. -ιαίος* (πρβλ. μην-ιαίος). Η λ., στο θηλ. σαββατιαία (επιθεώρησις), μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”